- ἀποπληρωματικός
- ἀποπληρ-ωματικός, ή, όν,A = -ωτικός, δύναμις Iamb.Myst.3.10.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀποπληρωματικήν — ἀποπληρωματικός fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)